δέατ'

δέατ'
δέατο , δέατο
seemed
aor ind mid 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δέατο — (Α) φρ. «ἀεικέλιος δέατ εἶναι» τιποτένιος φαινόταν ότι είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεμονωμένο τ. παρατατικού με τη σημασία «έμοιαζε, φαινόταν». Οι γλώσσες τού Ησυχίου «δεάμην εδοκίμαζον, εδόξαζον» και «δέαται φαίνεται, δοκεί» επιβεβαιώνουν την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”